- ἐωρῶ
- ἐωρέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐωρέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εωρώ — ἐωρῶ, έω (Α) δ. γρφ. τού αἰωρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εωρώ αντί αιωρώ (βλ. εώρα)] … Dictionary of Greek